-
1 недовольство
недовольство с η δυσαρέσκεια; вызвать \недовольство προκαλώ δυσαρέσκεια* * *сη δυσαρέσκειαвы́звать недово́льство — προκαλώ δυσαρέσκεια
-
2 недовольство
-а ουδ.δυσαρέσκεια• κακοφανισμός•выражать недовольство εκφράζω τη δυσαρέσκεια•
вызывать недовольство προκαλώ δυσαρέσκεια.
-
3 недовольрый
недово́льрыйприл δυσαρεστημένος:\недовольрый взгляд τό ἐπιτιμητικό βλέμμα \недовольрыйство с ἡ δυσαρέσκεια:вызвать \недовольрыйство προξενώ (или προκαλώ) δυσαρέσκεια -
4 шокировать
-рую, -руешъρ.δ.μ. (γραπ. λόγος)• προσβάλλω, δυσαρεστώ• προκαλώ απέχθεια, δυσαρέσκεια.δυσαρεστούμαι, ταράσσομαι (από παράβαση των καθιερωμένων).
См. также в других словарях:
αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι … Dictionary of Greek
δυσωπώ — δυσωπῶ ( έω) (AM) 1. παρακαλώ επίμονα και πειστικά κάποιον 2. μέσ. φοβάμαι, ταράσσομαι 3. παθ. υποκύπτω σε παρακλήσεις μσν. 1. φοβίζω, αναστατώνω 2. σέβομαι 3. λυπάμαι, ευσπλαγχνίζομαι αρχ. 1. γίνομαι ενοχλητικός, παρακαλώ επίμονα 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek
δυσαρεστώ — (AM δυσαρεστῶ έω) προκαλώ σε κάποιον δυσαρέσκεια, τόν κάνω να στενοχωρηθεί νεοελλ. 1. μεσ. ( ούμαι) αισθάνομαι δυσαρέσκεια, στενοχώρια 2. δυσφορώ, θυμώνω, με κάποιον ή κάτι αρχ. δεν ευχαριστούμαι, θεωρώ τον εαυτό μου προσβεβλημένο εξαιτίας… … Dictionary of Greek
δυσκολαίνω — (AM δυσκολαίνω) νεοελλ. 1. (μέσ. με εμπρόθ. προσδ.) δυσκολεύω, δυσκολεύομαι («δυσκολαίνομαι στη μελέτη μου», «όσο πάει και δυσκολαίνεται») 2. δυσκολεύω αρχ. 1. είμαι δύστροπος, δείχνω δυσαρέσκεια 2. προκαλώ δυσκολίες 3. (για επιχειρήματα) είμαι… … Dictionary of Greek
δυσχεραίνω — (AM δυσχεραίνω) κάνω κάτι δύσκολο, παρεμβάλλω δυσχέρειες αρχ. μσν. αισθάνομαι δυσαρέσκεια, δυσανασχετώ αρχ. 1. δεν μπορώ να υποφέρω κάτι, μού είναι δυσάρεστο 2. προκαλώ στενοχώρια … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek